- ὑπεραίσιος
- ὑπεραίσιος ?1 excessive ὑπ]εραισιον [ (forte divisim: supp. Körte) fr. 173. 8.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
υπεραίσιος — ον, Α υπέρμετρος, υπερβολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αἶσα «μοίρα» (βλ. και λ. αἶσα)] … Dictionary of Greek
ὑπεραίσιον — ὑπεραίσιος excessive masc acc sg ὑπεραίσιος excessive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)